Μετάβαση στο περιεχόμενο

manner

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
manner manners

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manner (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) οι τρόποι, συμπεριφορά ή φέρσιμο
      You have very bad manners!
    Έχεις πολύ κακούς τρόπους!
      This man has no manners.
    Δεν έχει τρόπους αυτός ο άνθρωπος.
      He didn’t learn manners at home.
    Δεν έμαθε τρόπους στο σπίτι του.
     συνώνυμα: behavior
  2. (επίσημο) ο τρόπος
      new manners of production - νέοι τρόποι παραγωγής
     συνώνυμα:  method, mode και way