manner
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
manner
manners
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
manner
(en)
ο
τρόπος
↪
new
manners
of production
- νέοι
τρόποι
παραγωγής
≈
συνώνυμα
:
way
,
method
,
mode
(
στον πληθυντικό
) οι
τρόποι
, συμπεριφορά ή φέρσιμο
↪
You have very bad
manners
!
Έχεις πολύ κακούς
τρόπους
!
≈
συνώνυμα
:
behavior
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
বাংলা
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文
Bân-lâm-gú