Μετάβαση στο περιεχόμενο

mansarde

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mansarde (fr) θηλυκό

  1. παράθυρο στη στέγη κτηρίου
  2. (κατ’ επέκταση) σοφίτα, το δωμάτιο ακριβώς κάτω από τη στέγη που έχει ένα τέτοιο παράθυρο