mantra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mantra | mantras |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mantra (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mantra | mantras |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mantra (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) μάντρα
- επανάληψη ιερών λόγων
- (μεταφορικά) το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς το ίδιο (αρνητική σημασία)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mantra (pl)