Μετάβαση στο περιεχόμενο

manucure

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
manucure < λατινική manus (χέρι) + curare (φροντίζω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
manucure manucures

manucure (fr)

  1. (αρσενικό ή θηλυκό) άτομο που ασχολείται με το μανικιούρ
     αντώνυμα: pédicure
  2. (αρσενικό ή θηλυκό) το μανικιούρ
     αντώνυμα: pédicurie

Συγγενικά

[επεξεργασία]