Μετάβαση στο περιεχόμενο

manufacture

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας manufacture
γ΄ ενικό ενεστώτα manufactures
αόριστος manufactured
παθητική μετοχή manufactured
ενεργητική μετοχή manufacturing

manufacture (en)

  1. (μεταβατικό) κατασκευάζω, παρασκευάζω κάτι βιομηχανικά
      Our factory manufactures 500 cars per day.
    Τα εργοστάσιό μας κατασκευάζει 500 αυτοκίνητα την ημέρα.
      products manufactured in Greece - προϊόντα που παρασκευάζονται στην Ελλάδα
  2. κατασκευάζω κάτι πλαστό, ψευδές
      This story was manufactured by our rivals.
    Η ιστορία αυτή κατασκευάστηκε από τους ανταγωνιστές μας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fabricate



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
manufacture manufactures

manufacture (fr) θηλυκό