manufacture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
manufacture manufactures

manufacture (fr) θηλυκό

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

manufacture (en)