Μετάβαση στο περιεχόμενο

manufacturer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
manufacturer manufacturers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
manufacturer < manufacture + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manufacturer (en)

  • ο κατασκευαστής
      Prices are set by the manufacturer.
    Οι τιμες καθορίζονται από τον κατασκευαστή.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ny.fak.ty.ʁe/

manufacturer (fr)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]