marĉo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- marĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marĉo | marĉoj |
αιτιατική | marĉon | marĉojn |
marĉo (eo)
- ο βάλτος