maraton
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- maraton < από την αρχαία ελληνική πόλη Μαραθών
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]maraton (pl) αρσενικό
- μαραθώνιος με τις έννοιες:
- ολυμπιακό αγώνισμα αντοχής
- κάθε δραστηριότητα μεγάλης διάρκειας και χωρίς διακοπή (ή με πολύ σύντομες, σχετικά, διακοπές)