Μετάβαση στο περιεχόμενο

maraton

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
maraton < από την αρχαία ελληνική πόλη Μαραθών

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maˈratɔ̃n/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maraton (pl) αρσενικό

  1. μαραθώνιος με τις έννοιες:

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]