Μετάβαση στο περιεχόμενο

marc

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
marc marcs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marc (fr) αρσενικό

  1. το κατακάθι
  2. το στέμφυλο