marching
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
marching | marchings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
marching (en)
- περπάτημα, βηματισμός στρατιωτικός, όπως σε παρέλαση
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
marching (en)