marge
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
marge | marges |
marge (fr) θηλυκό
- το περιθώριο
ενικός | πληθυντικός |
marge | marges |
marge (fr) θηλυκό