marge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
marge | marges |
marge (fr) θηλυκό
- το περιθώριο
[επεξεργασία]
- margelle
- marger
- margeur - margeuse
- marginal
- marginalement
- marginalisation
- marginaliser
- marginalisme
- marginalité
- marginer