marginal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
marginal (en)
- σχετικός ή τοποθετημένος σε μια άκρη
- The marginal area at the edge of the salt-marsh has its own plants.
- που συνορεύει
- Monmouthshire is a Welsh county marginal to England.
- γραμμένος στο περιθώριο μιας σελίδας
- There were more marginal notes than text.
- μόλις ανεκτός ποιοτικά
- His writing ability was marginal at best.
- για γη που παράγει ελάχιστες ποσότητες, οριακή ως προς την αποδοτικότητά της
- He farmed his marginal land with difficulty.
- (κυρίως στο ΗΒ και την Αυστραλία) για μια εκλογική περιφέρεια όπου το αποτέλεσμα μπορεί να κριθεί οριακά από μια μικρή διαφορά ψήφων
- In Bristol West, Labour had a majority of only 1,000 so is highly marginal this time.
- περιθωριακός
- the use of violence by marginal groups - η χρήση βίας από περιθωριακές ομάδες
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maʁ.ʒi.nal/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marginal | marginaux |
θηλυκό | marginale | marginales |
marginal (fr)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη marge