marginalement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- marginalement < marginal
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maʁ.ʒi.nal.mɑ̃/
Επίρρημα[επεξεργασία]
marginalement (fr)
- L'entreprise a baissé marginalement ses objectifs pour l'année en cours. Η εταιρεία χαμήλωσε περιθωριακά τους στόχους της για το παρόν έτος.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη marge