marginalisme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]marginalisme (fr) αρσενικό
- (οικονομία) θεωρία κατά την οποία η αξία ανταλλαγής ενός προϊόντος εξαρτάται από τη χρησιμότητα της τελευταίας διαθέσιμης ποσότητάς του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη marge