marginalité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
marginalité (fr) θηλυκό
- η κατάσταση, η ιδιότητα ενός περιθωριακού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη marge
marginalité (fr) θηλυκό