maritalement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

maritalement (fr)

  1. (παρωχημένο) σύμφωνα με τις συνήθειες του συζύγου
  2. σαν παντρεμένο ζευγάρι
    vivre maritalement - συζώ (με κάποιον/κάποιαν)

Συγγενικά[επεξεργασία]