markedly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

markedly (en)

  1. εμφανώς, καθαρά
    its effect is markedly different - το αποτέλεσμά του είναι καθαρά διαφορετικό