Μετάβαση στο περιεχόμενο

marmotte

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
marmotte marmottes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marmotte (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
 συνώνυμα: dormir comme un loir