Μετάβαση στο περιεχόμενο

marraine

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
marraine marraines

marraine (fr) θηλυκό (αρσενικό parrain)