marron
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]marron (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
marron | marrons |
marron (fr) αρσενικό
marron (fr)
ενικός | πληθυντικός |
marron | marrons |
marron (fr) αρσενικό