marshaler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

marshaler < marshal + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
marshaler marshalers

marshaler (en)

  1. (πληροφορική) μηχανισμός συλλογής δεδομένων
  2. (αεροπορικός όρος) άτομο που κατευθύνει ένα αεροσκάφους μεταξύ του διαδρόμου και της στάσης στάθμευσης σε ένα αεροδρόμιο

Πηγές[επεξεργασία]