marshmallow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- marshmallow < marsh + mallow (αγγλοσαξονικά merscmealwe)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɑːʃˈmæləʊ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
marshmallow (en)
- (βοτανική) αλθαία (althaea officinalis), δενδρομολόχα
- (γαστρονομία) είδος ζαχαρωτού από ζάχαρη, σιρόπι καλαμποκιού, αραβικό κόμμι και αρωματικές ουσίες
- σπογγώδεις ζαχαρωτό, (μεταφορικά) ζελεδάκι, λουκουμάκι (σπογγώδες κι όχι όσο γλυκό όσο το τουρκικό)
- (μεταφορικά) ήπιος, καλοκάγαθος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Stanford marshmallow experiment[1]