martolos
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- martolos < οθωμανική τουρκική مارتلوس (martolos) < μεσαιωνική ελληνική *αρματολόγος < ἄρμα (< λατινική arma) + αρχαία ελληνική λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
martolos (tr)