Μετάβαση στο περιεχόμενο

marxiste

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
marxiste marxistes

marxiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
marxiste marxistes

marxiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό