marxiste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
marxiste | marxistes |
marxiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o μαρξιστής - η μαρξίστρια
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
marxiste | marxistes |
marxiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό