masa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masa | masy |
γενική | masy | mas |
δοτική | masie | masom |
αιτιατική | masę | masy |
οργανική | masą | masami |
τοπική | masie | masach |
κλητική | maso | masy |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]masa (pl) θηλυκό
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]masa (tr)