Μετάβαση στο περιεχόμενο

mascara

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mascara mascaras

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mascara (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)