mascara
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mascara | mascaras |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mascara (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (κοσμετολογία) η μάσκαρα
- ⮡ Her tears smudged her mascara.
- Τα δάκρυά της μουτζούρωσαν τη μάσκαρά της.
- ⮡ Her tears smudged her mascara.