masquerade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]masquerade (en)
- μασκαράτα
- πάρτι μεταμφιεσμένων
Ρήμα
[επεξεργασία]masquerade (en)
- (αμετάβατο) μεταμφιέζομαι
- (μεταβατικό) κρύβω πίσω από μία μάσκα, μεταμφιέζω