massage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- massage < (άμεσο δάνειο) γαλλική massage
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
massage (en)
- το μασάζ
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
massage | massages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
massage (fr) αρσενικό
- το μασάζ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη masser