masse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| masse | masses |
masse (fr) θηλυκό
- η μάζα
- η βαριά
- το ρόπαλο, η βαριοπούλα
| ενικός | πληθυντικός |
| masse | masses |
masse (fr) θηλυκό