Μετάβαση στο περιεχόμενο

masseur

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
masseur < (άμεσο δάνειο) γαλλική masseur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

masseur (en)



      ενικός         πληθυντικός  
masseur masseurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

masseur (fr) αρσενικό