masseur
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- masseur < (άμεσο δάνειο) γαλλική masseur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]masseur (en)
- ο μασέρ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
masseur | masseurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]masseur (fr) αρσενικό
- ο μασέρ