master
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
master | masters |
master (en)
- o κύριος, ο κυρίαρχος, το αφεντικό
- ο μάστορας, ο έμπειρος ειδικευμένος τεχνίτης που διδάσκει τους μαθητευόμενούς του
- ↪ a master carpenter - μάστορας ξυλουργός
- o αριστοτέχνης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
master (en)
- ειδικεύομαι σε κάτι, τελειοποιώ κάτι
- ελέγχω, θέτω υπό τον έλεγχο μου