Μετάβαση στο περιεχόμενο

mastication

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mastication (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mastication mastications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mastication (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]