matériau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
matériau | matériaux |
matériau (fr) αρσενικό
- (συνήθως, στον πληθυντικό) το υλικό