matériau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
matériau | matériaux |
matériau (fr) αρσενικό
- (συνήθως, στον πληθυντικό) το υλικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
matériau | matériaux |
matériau (fr) αρσενικό