matkailija

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

matkailija (fi)

  1. τουρίστας
    olen ulkomaalainen matkailija - είμαι ξένος τουρίστας

Συγγενικά

[επεξεργασία]