matriarcat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
matriarcat | matriarcats |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]matriarcat (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
matriarcat | matriarcats |
matriarcat (fr) αρσενικό