matriarcat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
matriarcat matriarcats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

matriarcat (fr) αρσενικό