matricídio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
matricídio (pt) < λατινικό matricidĭum
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
matricídio | matricídios |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
matricídio (pt)