matricide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]matricide (en)
- η μητροκτονία
- ο/η μητροκτόνος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
matricide | matricides |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]matricide (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
matricide | matricides |
matricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η μητροκτόνος
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
matricide | matricides |
matricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό