matricide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

matricide (en)

  1. η μητροκτονία
  2. ο/η μητροκτόνος



      ενικός         πληθυντικός  
matricide matricides

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

matricide (fr) αρσενικό

  1. η μητροκτονία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
matricide matricides

matricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο/η μητροκτόνος

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
matricide matricides

matricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μητροκτόνος