matruşka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

matruşka < (άμεσο δάνειο) ρωσική матрёшка (matrjóška)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɑtɾuʃˈkɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: mat‐ruş‐ka

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

matruşka (tr)

Κλίση[επεξεργασία]