mauviette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mauviette < mauvis
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mauviette | mauviettes |
mauviette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) παχύς κορυδαλλός για ένα γεύμα
- (μεταφορικά) ένας καχεκτικός, φιλάσθενος άνθρωπος· (κατ’ επέκταση) ένας δειλός άνθρωπος