meĉaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- meĉaĵo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meĉaĵo | meĉaĵoj |
αιτιατική | meĉaĵon | meĉaĵojn |
meĉaĵo (eo)
- το φυτίλι