meĥanikisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- meĥanikisto < meĥanik(o) + -ist- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meĥanikisto | meĥanikistoj |
αιτιατική | meĥanikiston | meĥanikistojn |
meĥanikisto (eo)