mea culpa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mea culpa < → δείτε τις λέξεις mea και culpa, στην αφαιρετική ενικού, θηλυκού γένους: από το δικό μου λάθος
Έκφραση[επεξεργασία]
mea culpa
- (εκκλησιαστικά λατινικά) δικό μου λάθος, λάθος μου, ήμαρτον
- ※ Confíteor Deo omnipoténti et vobis, fratres, quia peccávi nimis cogitatióne, verbo, ópere et omissióne: mea culpa, mea culpa, mea máxima culpa.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- εκκληστιαστική ρήση που προέρχεται από καθολική προσευχή ομολογίας (Confíteor) αμαρτιών του 16ου αιώνα, στην οποία επαναλαμβάνεται συνεχόμενα τρεις φορές: mea culpa, mea culpa, mea maxima culpa.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
mea culpa στη Βικιπαίδεια