meager

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

meager (en) και meagre

  1. πενιχρός, ανεπαρκής
  2. (μαθηματικά) ισχνός, ένα σύνολο είναι ισχνό (meager) εάν μπορεί να γραφτεί σαν την αριθμήσιμη ένωση πουθενά πυκνών (nowhere dense) συνόλων