measuring tape
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| measuring tape | measuring tapes |
measuring tape (en)
- → δείτε τον όρο tape measure
My mother uses a measuring tape when she sews.
- Η μητέρα μου χρησιμοποιεί μεζούρα όταν ράβει.
You’ll need a measuring tape to make sure the distances are correct.
- Θα χρειαστείς μετροταινία για να βεβαιωθείς ότι οι αποστάσεις είναι σωστές.