mebel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
mebel < γερμανική Möbel < γαλλική meuble < λατινική mobilis (κινητός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mebel (pl) αρσενικό
- το έπιπλο