meditate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | meditate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | meditates |
αόριστος | meditated |
παθητική μετοχή | meditated |
ενεργητική μετοχή | meditating |
meditate (en)
- (αμετάβατο) διαλογίζομαι, κάνω διαλογισμό
- ⮡ He is meditating kneeling and with his eyes closed.
- Διαλογίζεται γονατιστός και με κλειστά μάτια.
- ⮡ He is meditating kneeling and with his eyes closed.
- (αμετάβατο, επίσημο) διαλογίζομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι