meditate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας meditate
γ΄ ενικό ενεστώτα meditates
αόριστος meditated
παθητική μετοχή meditated
ενεργητική μετοχή meditating

meditate (en)

  1. (αμετάβατο) διαλογίζομαι, κάνω διαλογισμό
    ⮡  He is meditating kneeling and with his eyes closed.
    Διαλογίζεται γονατιστός και με κλειστά μάτια.
  2. (αμετάβατο, επίσημο) διαλογίζομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι
    ⮡  I am meditating on life and death.
    Διαλογίζομαι για τη ζωή και τον θάνατο.
    ⮡  They are meditating on the future of humanity.
    Στοχάζονται το μέλλον της ανθρωπότητας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ponder

Συγγενικά

[επεξεργασία]