memória
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
memória | memórias |
memória (pt) θηλυκό
- η μνήμη
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- de memória - απέξω
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
memória | memórias |
memória (pt) θηλυκό