Μετάβαση στο περιεχόμενο

mentality

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mentality mentalities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mentality < mental + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mentality (en)

  • η νοοτροπία
      Southerners have a different mentality than northerners.
    Οι νότιοι έχουν άλλη νοοτροπία από τους βόρειους.
     συνώνυμα: mindset