menuiserie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- menuiserie < menuiser
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
menuiserie | menuiseries |
menuiserie (fr) θηλυκό
- το ξυλουργείο