Μετάβαση στο περιεχόμενο

mercantile

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mercantile mercantiles

Επίθετο

[επεξεργασία]

mercantile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) εμπορικός
  2. κερδοσκοπικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]